- φραξιονιστικός
- -ή, -όο σχετικός με το φραξιονισμό ή το φραξιονιστή (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φραξιονιστικός — ή, ό, Ν [φραξιονιστής] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον φραξιονισμό ή στον φραξιονιστή («φραξιονιστικές ενέργειες») … Dictionary of Greek